- προσπλοκῇ
- προσπλοκήclose embracefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπλοκή — ἡ, ΜΑ [προσπλέκω] 1. προσάρτηση, προσκόλληση 2. περίπτυξη, εναγκαλισμός αρχ. ανάμιξη … Dictionary of Greek
προσπλοκῆς — προσπλοκή close embrace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλοκήν — προσπλοκή close embrace fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλοκάς — προσπλοκά̱ς , προσπλοκή close embrace fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)